ελατίδες

ελατίδες
οι
1. οικογένεια γυμνόσπερμων φυτών
2. ο έλαψ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερυθρελάτη — η υψηλό δέντρο τής οικογένειας ελατίδες …   Dictionary of Greek

  • πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… …   Dictionary of Greek

  • τσούγκα — η, Ν βοτ. τάξη γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πευκίδες ή ελατίδες τής τάξης κωνιφερώδη και περιλαμβάνει 10 έως 12 είδη αειθαλών δένδρων που είναι ιθαγενή τής Βόρειας Αμερικής και τής κεντρικής και ανατολικής Ασίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”